- πλειοψηφία
- και πλειονοψηφία, η, ΝΑο μεγαλύτερος αριθμός ψήφων, η πλειονότητα τών ψήφων ή τών ψηφοφόρων σε μία διαδικασία ψηφοφορίαςνεοελλ.1. φρ. α) «απόλυτη πλειοψηφία»(δημ. δίκ.) η συμφωνία τής βουλήσεως ως προς το συζητηθέν θέμα τού ημίσεως συν ενός τών παρόντων μελών, λ.χ. επί πέντε τών τριών, ή τού ημίσεως συν ενός σε σχέση με τα καταστατικώς προβλεπόμενα μέλη του, δηλ. τον νόμιμο αριθμό μελών, όταν βέβαια το τελευταίο προκύπτει από τον νόμοβ) «σχετική πλειοψηφία»(δημ. δίκ.) (ανάλογα με τη σημασία τού συζητούμενου θέματος) η συγκέντρωση απλώς τού μεγαλύτερου αριθμού ψήφων σε σύγκριση με τις σχηματισθείσες άλλες ομάδες ψήφωνγ) «αυξημένη πλειοψηφία»(δημ. δίκ.) μεγαλύτερη σχετική πλειοψηφίαδ) «έχω την πλειοψηφία» — έχω με το μέρος μου τους περισσότερους από όσους ψήφισαναρχ.η επικρατούσα αστρολογική επίδραση.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων, -ονος + -ψηφία (< -ψηφος < ψῆφος), πρβλ. ισο-ψηφία. Ο τ. πλειοψηφία < ουδ. πλεῖον (πρβλ. πλειοδοσία). Ο νεοελλ. τ. πλειοψηφία μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.